- αβέρτα
- επίρρ. [αβέρτος]1. στο ύπαιθρο2. ανοιχτά, διάπλατα3. αναφανδόν, ελεύθερα, ανεμπόδιστα, απροκάλυπτα4. απεριόριστα, απλόχερα, σπάταλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβέρτος — η, ο επίρρ. α (λ. ιταλ.), ανοιχτός, ανεμπόδιστος: Είχε το σπίτι του αβέρτο. – Μοιράζει υποσχέσεις αβέρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)